ασυλλόγιστος

ασυλλόγιστος
και ασυλλόγιαστος, -η, -ο (AM ἀσυλλόγιστος, -ον) [συλλογίζομαι]
1. αυτός που δεν είναι λογικός, ο παράλογος
2. ο απερίσκεπτος
νεοελλ.
αμέριμνος, ξένοιαστος
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί να βρεθεί με συλλογισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀσυλλόγιστος — non syllogistic masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυλλόγιστος — η, ο επίρρ. α απερίσκεπτος, αστόχαστος: Τον ξέρω αυτόν, είναι άνθρωπος ασυλλόγιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσυλλογίστως — ἀσυλλόγιστος non syllogistic adverbial ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυλλόγιστον — ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem acc sg ἀσυλλόγιστος non syllogistic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυλλογίστοις — ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυλλογίστου — ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυλλογίστους — ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυλλογίστων — ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυλλογίστῳ — ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυλλόγιστα — ἀσυλλόγιστος non syllogistic neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”